εξοιστρηλατούμαι

εξοιστρηλατούμαι
ἐξοιστρηλατοῡμαι, -έομαι (Α)
οδηγούμαι σε κατάσταση μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιστρ-ηλατούμαι (< οιστρ-ήλατος < οίστρος + ελατός < ελαύνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”